- κάρτιστοι
- κάρτιστοςmasc nom/voc plκράτιστοςstrongestmasc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχθόνιος — α, ο (AM ἐπιχθόνιος, ον και ος, α, ον) επίγειος, αυτός που ζει πάνω στη γη (σε αντίθεση με τον ουράνιο) («κάρτιστοι δὴ κεῑνοι ἐπιχθονίων... ἀνδρῶν») αρχ. μσν. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ἐπιχθόνιοι οι άνθρωποι, οι θνητοί (σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek